- μοίτου
- μοῖτοςthanksmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μοίτος — μοῑτος, ὁ (Α) χάρη, ευγνωμοσύνη («μοῑτον ἀντὶ μοίτου» χάριν αντί χάριτος, ίσα αντί ίσων, παροιμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται για σικελικό δάνειο, που προέρχεται πιθ. από ιταλ. *moitos «αλλαγή» και συνδέεται με λατ. mūtāre «μεταβάλλω»… … Dictionary of Greek